κερδοσκόπος

κερδοσκόπος
ο, η
αυτός που επιδιώκει το εύκολο και μεγάλο κέρδος με κάθε τρόπο, ο φιλοκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερδοσκόπος — ο, η άνθρωπος που ρέπει στην κερδοσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπώ — είμαι κερδοσκόπος, επιδιώκω και επιτυγχάνω κέρδη με κάθε μέσο και ιδίως αθέμιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σπεκουλαδόρος — ο, θηλ. σπεκουλαδόρισσα, Ν κερδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculatore «υπολογιστής, κερδοσκόπος»] …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σπεκουλάντης — ο, Ν κερδοσκόπος, μαυραγορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τρώκτης — ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, ίδος, Μ [τρώγω] αυτός που ροκανίζει κάτι νεοελλ. 1. καταχραστής 2. κερδοσκόπος μσν. τρώγλη αρχ. 1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι 2. ως επίθ. άπληστος 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκερδής — ές, ΝΑ αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος νεοελλ. πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος αρχ. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια. επίρρ... φιλοκερδώς Ν με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κερδής (<… …   Dictionary of Greek

  • Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”